- τετραπους
- τετράπουςτετρά-πους2, gen. ποδος (ᾰ)1) четвероногий Her., Plat., Arst.
λεία τ. Polyb. — угнанный скот
2) четырехфутовый(γραμμή Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λεία τ. Polyb. — угнанный скот
(γραμμή Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τετράπους — ουν, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. τέτραπος και κρητ. τ. τετράπος, ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος 2. αυτός που έχει μήκος ή έκταση τεσσάρων ποδών («ὧν ἕκαστον ἴσον τούτῳ ἐστὶ τῷ τετράποδι», Πλάτ.) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράπουν ζώο… … Dictionary of Greek
τετράπους — τέτραπος masc/fem acc pl τετράπους four footed masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπόδεσσι — τετράπους four footed masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπόδεσσιν — τετράπους four footed masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράποδας — τετράπους four footed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράποδες — τετράπους four footed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράποδι — τετράπους four footed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράπος — τετράπους four footed masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράποσι — τετράπους four footed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράποσιν — τετράπους four footed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράπουν — τετράπους four footed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)